καλλιφώνους

καλλιφώνους
καλλίφωνος
with a fine voice
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλίφωνος — η, ο (AM καλλίφωνος, ον) αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, οξύ φωνος] …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”